Πώς τα social media άλλαξαν… δράστες και έγκλημα

Όταν τα posts και τα stories γίνονται αποδεικτικά στοιχεία. Τέσσερις ειδικοί αναλύουν τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από τη διάπραξη ενός εγκλήματος μέχρι την εξιχνίασή του.


φωτ.: shutterstock


Εικόνες ατόμων με κουκούλα και «περήφανα» όπλα περασμένα είτε στη ζώνη τους, είτε σηκωμένα με τα χέρια τους ως επίδειξη ισχύος. Τραπέζια με απλωμένες ναρκωτικές ουσίες και εικόνες με παραφουσκωμένα πορτοφόλια με χαρτονομίσματα.

Όχι, δεν είναι στιγμιότυπα από κάποιο χολιγουντιανό crime, αλλά υλικό που ανέβαζαν στο TikTok μέλη των συμμοριών της Πανεπιστημιούπολης, που εξαρθρώθηκαν (32 άτομα στο σύνολο) για συμμετοχή σε 27 ένοπλες ληστείες και δύο κλοπές και που έσπειραν εδώ και καιρό ένα κλίμα τρομοκρατίας στις φοιτητικές εστίες.


Με το υλικό που είχαν ανεβάσει στα social media, οι δράστες πρόδωσαν μόνοι τους τα όσα έκαναν, προσθέτοντας μερικά αποδεικτικά στοιχεία ακόμα στον φάκελο της υπόθεσης.

Πριν λίγους μήνες, είδαμε τον γνωστό τράπερ Trannos να συλλαμβάνεται για οπλοκατοχή, ισχυριζόμενος πως το όπλο το οποίο βρέθηκε πάνω του ήταν για τις ανάγκες ενός βίντεο κλιπ. Λίγες ώρες αργότερα, ο τράπερ ανέβασε story στον λογαριασμό του στο Instagram, με ταγκ τοποθεσίας τα δικαστήρια Ευελπίδων και λέγοντας αστειευόμενος, «Πάλι καλά που βρήκαν μόνο το ένα, γιατί είχα κι άλλο στο αμάξι».


Τα εγκλήματα σε κοινή σοσιαλμιντιακή θέα δεν είναι εγχώριο φαινόμενο. Τον Απρίλιο του 2017 ο «δολοφόνος του Facebook», όπως χαρακτήρισαν πολλά μέσα τον Στιβ Στίβενς, πλησίασε και σκότωσε τον Ρόμπερτ Λι Γκόντγουιν με όπλο στο Κλίβελαντ του Οχάιο, ανεβάζοντας το βίντεο με τη δολοφονία στο Facebook, με αυτό να παραμένει στην πλατφόρμα για περίπου δύο ώρες πριν το ίδιο το Facebook το κατεβάσει (δύο μέρες μετά, ο Στίβενς αυτοκτόνησε, κοντά στο σημείο της δολοφονίας, όσο οι αστυνομικοί τον πλησίαζαν για να τον συλλάβουν).

Δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά αλλά για μία τάση δημοσιοποίησης του εγκλήματος που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τα social media. Ποιοι είναι, επομένως, οι νέοι όροι που έρχονται να φέρουν τα social media στο πεδίο του εγκλήματος; Και γιατί κάποιος να θέλει να προδώσει τις εγκληματικές του ενέργειες σε αυτά;

Πρώτα και κύρια, όλα έχουν να κάνουν με τη δύναμη, σύμφωνα με τον ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Αθανάσιο Αλεξανδρίδη: «Είναι σε πρώτο επίπεδο επίδειξη ισχύος προς την ομάδα που άμεσα δυναστεύει κάποιος (στην περίπτωση της φοιτητικής εστίας ήταν οι “όμηροι” συγκατοικούντες φοιτητές), προς τις ομάδες με τις οποίες συνεχώς συνδιαλέγεται (προμηθευτές ναρκωτικών και όπλων, αγοραστές των “προϊόντων” τους,

 όπως ουσίες και κλοπιμαία), προς τις ομάδες με τις οποίες πιθανά συνδιαλέγεται ή επιθυμεί να συνεργασθεί γιατί θα επιθυμήσουν να αγοράσουν “υπηρεσίες” για την άσκηση βίας προς τους αντιπάλους τους (όπως άλλες εγκληματικές ομάδες αλλά δυστυχώς, ίσως και πολιτικές)». Αλλά και «προς την Αστυνομία, με σκοπό να δημιουργήσει φόβο στα μέλη της και στην ηγεσία της που θα έχει ως στόχο την αναστολή ή την αναβολή “επιχειρήσεων” εξαιτίας του υψηλού κινδύνου ύπαρξης θυμάτων».

Όπως λέει και με πιο απλά λόγια ο ομότιμος καθηγητής εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης, «Δεν αρκεί να είσαι παράνομος, πρέπει και οι άλλοι να σε τιμούν ή να σε φοβούνται ως τέτοιο». Και η η Κέλλυ Ιωάννου, υποψήφια διδάκτωρ Εγκληματολογίας και διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSI Institute), το συνοψίζει στο ότι «Η δράση μπορεί να είναι μια προσπάθεια προσέλκυσης κοινού, απόκτησης δημοτικότητας ή προσοχής ή μίας προσπάθειας να δηλώσουν την παρουσία τους και να αποκτήσουν υστεροφημία» οι δράστες.

Στο τελευταίο συμφωνεί και η Δέσποινα Σβουρδάκου, δόκτωρ Εγκληματολογίας με ειδικότητα στην ανάλυση προφίλ δραστών, η οποία έρχεται να προσθέσει πως «Οι καλά οργανωμένες παρεκκλίνουσες ομάδες χρησιμοποιούν το μέσο για δικό τους όφελος. Δηλαδή, κάνουν χρήση λεκτικής και ψυχολογικής βίας, επισφραγίζουν την εξουσία τους και επιβάλλουν τον φόβο και τον τρόμο».

Ο Αθανάσιος Αλεξανδρής αναλύει το πώς η επίδειξη του εγκλήματος σε κοινή θέα επηρεάζει και εσωτερικά τις ομάδες των δραστών: «Στο επίπεδο της ίδιας της εγκληματικής οργάνωσης σκοπό έχει να ενισχύσει τη συνοχή της ομάδας, κινητοποιώντας ένα είδος παντοδυναμίας, μεγαλομανίας, ηγεμονίας, αλλά και συνενοχής (αφού η ομάδα είναι ικανή να πραγματοποιήσει τραυματισμούς και φόνους)». Έτσι, καταλήγουμε στο ότι «Η επίδειξη της χρήσης βίας δεν γίνεται λοιπόν μόνο προς τα “έξω”, αλλά και προς τους “αδελφούς”, αν κάποιος δεν υπακούσει και δεν υποταχθεί στο Σχέδιο».

Άλλωστε, «ο εγωκεντρισμός, ο αυτοθαυμασμός, ο ναρκισσισμός και η επιδειξιομανία», χαρακτηρίζουν εν γένει τον εγκληματία, κατά τον Γιάννη Πανούση. Συχνά, πίσω από αυτά τα σχήματα βρίσκονται άτομα πολύ εύθραυστα και με εξαιρετικά χαμηλή αυτοεκτίμηση, όπως εξηγεί ο Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, κι άλλες φορές πρόκειται για εγωπαθή άτομα με απόλυτη έλλειψη αναγνώρισης του νόμου και της ενοχής.

Από τη στιγμή που κάποιοι ανεβάζουν αυτό το περιεχόμενο στα social media, κάποιοι άλλοι το καταναλώνουν, άρα, δυνητικά επηρεάζονται από αυτό, αν και με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το αν και πώς σχετίζονται με τον εκάστοτε δράστη. Έτσι, η θέαση αυτού του περιεχομένου μπορεί να προκαλέσει «φόβο σε αυτούς που βρίσκονται σε άμεση επαφή με την εγκληματική οργάνωση (όπως οι φοιτητές της εστίας, οι φίλοι και οι “γνωρίζοντες”) 

ακόμα και «τρόμο στα θύματα ότι αν μιλήσουν, θα ξαναθυματοποιηθούν», όπως εξηγεί Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, ο οποίος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κάποιοι από αυτούς, κάτω από τον πανικό της συνεχούς θυματοποίησης, να προσχωρήσουν στην εγκληματική οργάνωση ως προσφέροντες βοηθητικές υπηρεσίες. Αυτό που συμβαίνει, τελικά, πάντως είναι πως «Θύματα και εν δυνάμει θύματα, τραυματίζονται ψυχικά και αυτός ο τραυματισμός ενεργοποιεί και άλλες τραυματικές τους εμπειρίες», καταλήγει ο ψυχαναλυτής.

Κι ύστερα, είναι και το γενικότερο κοινό στο οποίο απευθύνονται μέσω social media οι εγκληματίες, «ένα μέρος της ανώριμης και δυστυχώς, από πολλές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές κρίσεις, χτυπημένης νεολαίας» στην οποία δημιουργείται ένα «Σύνδρομο Στοκχόλμης» προς τους δράστες, κατά τον ψυχίατρο.

Στο τέλος της ημέρας, βέβαια, όλο αυτό το υλικό δεν είναι παρά data, τα οποία μπορούν να αποβούν εξαιρετικά χρήσιμα στα χέρια των αρχών και να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία. Μία πρόσβαση σε υλικό που πριν κάποια χρόνια θα φάνταζε αδιανόητο να υπάρχει. Ψηφιακό αποτύπωμα, άλλωστε, έχουμε όλοι. Ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει λογαριασμούς στα social media, ο εντοπισμός του μπορεί να γίνει από την «παρουσία» τους σε δημοσιεύσεις και φωτογραφίες φίλων του, μέχρι και αγνώστων.

«Διαδικτυακές απειλές, δολοφονίες, κατοχή όπλων, περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και πολλές άλλες παρανομίες έχουν οδηγηθεί στο δικαστήριο με εξέχοντα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν εντοπίσει οι ερευνητές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης», εξηγεί η Κέλλυ Ιωάννου. Ο Γιάννης Πανούσης, επιβεβαιώνει με τη σειρά του πως «η αυτοπροβολή αυτή συμβάλλει στην ευκολότερη εξιχνίαση λόγω της αναγνώρισης των προσώπων, των χώρων, των καταστάσεων αλλά και του modus operandi» μιας εγκληματικής οργάνωσης.

Όπως αναλύει ο εγκληματολόγος, είναι ίδιον των επαγγελματιών εγκληματιών να θέλουν να αποδείξουν ότι βγαίνουν νικητές στο «παιχνίδι με την Αστυνομία», κάτι που στο τέλος, «τους βγαίνει σε κακό».

Κι ύστερα, είναι και το μερίδιο του κοινού σε όλο αυτό. Όπως αναλύει η διευθύντρια του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας, υπάρχουν και οι λεγόμενοι «couch detectives», όσοι δηλαδή, πίσω από έναν υπολογιστή θέλουν να αντλήσουν ικανοποίηση από τον «εντοπισμό» ενός ύποπτου εγκληματία. Κάνοντας την «ετυμηγορία» τους, αυτά τα άτομα με όσα γράφουν και δημοσιεύουν στα social media μπορεί συχνά να αποσπάσουν τις αρχές ή ακόμα και να οδηγήσουν αθώους σε άδικη κατηγορία.

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά, η «καταδίκη» επιμηκύνεται στα social media, με τους «χρήστες-δικαστές» να δημιουργούν hate groups και να συνεχίζουν να κάνουν καταγγελτικές δημοσιεύσεις για την εκάστοτε πλευρά ενός εγκλήματος. Κάπως έτσι, «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να λειτουργήσουν και ως ένα εργαλείο ενοχοποίησης και δευτερογενούς θυματοποίησης του θύματος, ειδικά σε περιπτώσεις βιασμών, όπου χαρακτηριστικά κατηγορούν τις γυναίκες ότι αυτές προκαλούν το συμβάν» λέει η Κέλλυ Ιωάννου.

Με τα social media να αποτελούν εδώ και αρκετά χρόνια ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής μας ζωής και επικοινωνίας, αλλά και ένα βασικό πεδίο του ψηφιακού μας αποτυπώματος, είναι λογικό να παρεισφρέουν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό σε όλο και περισσότερους τομείς.

Όσον αφορά το έγκλημα, ας κρατήσουμε πως τα social media μπορούν να αποτελέσουν ένα δυνατό εργαλείο, αλλά και πως καλό θα ήταν όλο αυτό το περιεχόμενο με κάποιον τρόπο να φιλτράρεται περισσότερο από τις ίδιες τις πλατφόρμες.

Για τον Γιάννη Πανούση, τα μέσα, μεταξύ των οποίων και τα social media, έχουν άμεση επίδραση στη διαμόρφωση εγκληματοειδών προσωπικοτήτων, ωστόσο, «το κρίσιμο στοιχείο παραμένει η ψυχοσύνθεση αυτού που παρακολουθεί, το σύστημα αξιών και οι κοινωνικές του αναστολές. Άρα, το πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει το έγκλημα μας ενδιαφέρει κι όχι το τι φαντασιώνεται ο καθένας».

Πηγή: kathimerini.gr

Σχόλια