Έγκυρες διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι περίπου 20.000, κατά βάση άμαχοι, Παλαιστίνιοι έχασαν τη ζωή τους από τις επιθέσεις των Ισραηλινών στη Γάζα (https://www.bbc.com/news/world-middle-east-67764664) στην προσπάθεια των τελευταίων να ανευρεθούν και να θανατωθούν οπλίτες και ιδίως στελέχη της Hamas.
Μέχρι και ο Πρόεδρος Biden δήλωσε στις 12 Δεκεμβρίου ότι το Ισραήλ αρχίζει να χάνει την υποστήριξη της διεθνούς κοινής γνώμης λόγω των χωρίς διάκριση, μεταξύ ενόπλων και αμάχων, βομβαρδισμών.
Μέχρι και ο Πρόεδρος Biden δήλωσε στις 12 Δεκεμβρίου ότι το Ισραήλ αρχίζει να χάνει την υποστήριξη της διεθνούς κοινής γνώμης λόγω των χωρίς διάκριση, μεταξύ ενόπλων και αμάχων, βομβαρδισμών.
Τα καίρια ερωτήματα, συνεπώς, είναι κατά τη γνώμη μου δύο: Πρώτον, ενδιαφέρει την παγκόσμια Κοινότητα αν το Ισραήλ σύμφωνα με την κανονιστική νόρμα του διεθνούς δικαίου συνεχίζει να διατηρεί νομιμοποιητική βάση στις ενέργειές του ή αν την έχει απωλέσει (;) και δεύτερον, στον παρόντα χρόνο σημασία έχει να προσδιοριστεί ποια είναι τα τρέχοντα ευρύτερα ‘‘γεωπολιτικά επέκεινα’’ της θανατηφόρας ανάφλεξης στη Γάζα(;).
Καταρχάς, το Ισραήλ επικαλέστηκε εξαρχής το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα. Η αρχή στο θανατηφόρο σπιράλ των απωλειών έγινε από την τρομοκρατική οργάνωση των Παλαιστινίων και οι Ισραηλινοί λένε ότι διέθεταν το απόλυτο δικαίωμα να αμυνθούν. Το ζήτημα, ωστόσο, πέρα από αυτόν τον αρχικώς αυτονόητο ισχυρισμό τους, είναι άλλο σήμερα: Με το που ‘‘κλείνει’’ το 2023, συνεχίζουν να αμύνονται και άρα να ‘‘καλύπτονται’’ από τις ουσιαστικές επιταγές του διεθνούς δικαίου;
Το διεθνές δίκαιο, λοιπόν, ορίζει ότι ένα κράτος έχει το δικαίωμα της αυτοάμυνας όταν δέχεται ένοπλη επίθεση, η δε ένοπλη βία στο πλαίσιο της νόμιμης αυτοάμυνας ασκείται έως το σημείο και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για να φέρει σε ένα τέλος μια επίθεση ή, υπό μια διασταλτική ερμηνεία, όταν πρόκειται να αποτρέψει μια επικείμενη επίθεση. Κατά τους ορισμούς του διεθνούς δικαίου μάλιστα, πρέπει να μην υπάρχει άλλη αποτελεσματική εναλλακτική για τον αμυνόμενο αλλά η χρήση βίας να είναι η μόνη διέξοδός του για τον τερματισμό της υπαρκτής επίθεσης που δέχεται ή της επικείμενης επίθεσης που πρόκειται να δεχθεί. Βέβαια, στην περίπτωση της επικείμενης επίθεσης, η εκτίμηση του μετερχόμενου τη νόμιμη άμυνα είναι αναγκαίο να βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά (factual basis).
Πάντως, η ενάσκηση του δικαιώματος της νόμιμης αυτοάμυνας πρέπει να συμμορφώνεται με το κριτήριο της αναλογικότητας. Η χρήση οπλικής δύναμης κατά τη διάρκεια της άμυνας για να είναι αναλογική δεν πρέπει να είναι υπερβολικά εκτεταμένη αναφορικά με τον αυτοσκοπό της άμυνας, δηλαδή την προσπάθεια του αμυνόμενου να τερματίσει μια σε βάρος του, κατά τα άνω, υπαρκτή ή επικείμενη, επίθεση. Ως προς δε το κρίσιμο απαραίτητο μέτρο της έντασης της νόμιμης άμυνας, για να συμβαδίζει αυτό με την κρατούσα νόρμα του διεθνούς δικαίου, θα πρέπει οι φυσικές και οικονομικές συνέπειες της άμυνας να μην είναι υπέρτερες από τις αναμενόμενες φυσικές και οικονομικές συνέπειες που βάσιμα υπολογίζονται για την διενεργούμενη ή την επικείμενη επίθεση.
To επίπεδο της χρήσης ένοπλης βίας στην αυτοάμυνα δεν πρέπει να εκφεύγει του σκοπού της αυτοάμυνας και η ένοπλη βία τερματίζεται όταν ο σκοπός αυτός επιτευχθεί. Η ένοπλη βία της αυτοάμυνας σε κάθε περίπτωση δεν είναι ανταποδοτική, διότι τότε η αυτοάμυνα μετατρέπεται σε αντεπίθεση του αμυνόμενου κατά του αρχικώς επιτεθέντος.
Το δικαίωμα της αυτοάμυνας πάντως ενεργοποιείται και κατά μη κρατικών δρώντων, συνεπώς και κατά τρομοκρατικών οργανώσεων. Σε αυτό το σενάριο, η επίθεση θα πρέπει να είναι ευρείας κλίμακας (large scale) και όχι απλώς ένα ήσσονων συνεπειών ‘‘τρομοκρατικό χτύπημα’’. Οποιοδήποτε μέτρο αυτοάμυνας ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών πρέπει να αναφέρεται αμέσως στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού, όπου λαμβάνεται απόφαση και επί του ενδεχομένου συλλογικής στρατιωτικής δράσης κατά του επιτεθέντος.
To σίγουρο όμως είναι ότι κάθε στρατιωτική δράση, ακόμη και στο πλαίσιο της αυτοάμυνας, είναι δεδομένο ότι πρέπει να σέβεται και δη αυστηρά το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (International Humanitarian Law -IHL) που ορίζει τα όρια της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων μερών κατά τη διεξαγωγή εχθροπραξιών.
Βασική αρχή, λοιπόν, του IHL είναι ότι τα προστατευόμενα πρόσωπα, δηλαδή οι άμαχοι πολίτες, πρέπει να τίθενται εκτός των ένοπλων συγκρούσεων (κατά την ορολογία του διεθνούς δικαίου ‘‘hors de combat’’) και των συνεπειών τους. Αυτός δε είναι και ο αξιακός πυρήνας της λεγόμενης ‘‘αρχής της διάκρισης’’ (principle of distinction) κατά την οποία η ένοπλη είτε επίθεση είτε άμυνα αφορά μόνο και αποκλειστικά ένοπλους και όχι τους άμαχους φυσικά. Υπό τη λογική αυτή άλλωστε, εκπηγάζει και η κορωνίδα των αρχών του ανθρωπιστικού δικαίου κατά την διεξαγωγή εχθροπραξιών ανάμεσα σε αντιμαχόμενα μέρη που δεν είναι άλλη από την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας (principle of necessity and proportionality). O επιτιθέμενος οφείλει να ενασκήσει ένοπλη βία στο αναγκαίο μέτρο και κατά τέτοιο τρόπο που να αποσκοπεί στην πραγμάτωση του επιχειρησιακού του σκοπού που οδηγεί στην ήττα του εχθρού του, χωρίς όμως να δικαιολογούνται από τις επιθέσεις σε ‘‘πολεμικούς στόχους’’ (military objects) οι απώλειες ανθρώπων που δεν φέρουν όπλα και δεν προτίθενται να αφαιρέσουν ζωές.
Ευνόητο είναι ότι υπό το IHL είναι απολύτως σεβαστές οι ιατρικές πράξεις σε τραυματίες και δεν επιτρέπεται καμία βία ή συμπεριφορά ανθρώπινου εξευτελισμού στον άμαχο πληθυσμό, κυρίως σε γυναίκες και παιδιά, παρά μόνο επιθέσεις σε προκαθορισμένους ‘‘νόμιμους στρατιωτικούς στόχους’’ (legitimate military targets).
Καταρχάς, το Ισραήλ επικαλέστηκε εξαρχής το δικαίωμά του στην αυτοάμυνα. Η αρχή στο θανατηφόρο σπιράλ των απωλειών έγινε από την τρομοκρατική οργάνωση των Παλαιστινίων και οι Ισραηλινοί λένε ότι διέθεταν το απόλυτο δικαίωμα να αμυνθούν. Το ζήτημα, ωστόσο, πέρα από αυτόν τον αρχικώς αυτονόητο ισχυρισμό τους, είναι άλλο σήμερα: Με το που ‘‘κλείνει’’ το 2023, συνεχίζουν να αμύνονται και άρα να ‘‘καλύπτονται’’ από τις ουσιαστικές επιταγές του διεθνούς δικαίου;
Το διεθνές δίκαιο, λοιπόν, ορίζει ότι ένα κράτος έχει το δικαίωμα της αυτοάμυνας όταν δέχεται ένοπλη επίθεση, η δε ένοπλη βία στο πλαίσιο της νόμιμης αυτοάμυνας ασκείται έως το σημείο και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για να φέρει σε ένα τέλος μια επίθεση ή, υπό μια διασταλτική ερμηνεία, όταν πρόκειται να αποτρέψει μια επικείμενη επίθεση. Κατά τους ορισμούς του διεθνούς δικαίου μάλιστα, πρέπει να μην υπάρχει άλλη αποτελεσματική εναλλακτική για τον αμυνόμενο αλλά η χρήση βίας να είναι η μόνη διέξοδός του για τον τερματισμό της υπαρκτής επίθεσης που δέχεται ή της επικείμενης επίθεσης που πρόκειται να δεχθεί. Βέβαια, στην περίπτωση της επικείμενης επίθεσης, η εκτίμηση του μετερχόμενου τη νόμιμη άμυνα είναι αναγκαίο να βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά (factual basis).
Πάντως, η ενάσκηση του δικαιώματος της νόμιμης αυτοάμυνας πρέπει να συμμορφώνεται με το κριτήριο της αναλογικότητας. Η χρήση οπλικής δύναμης κατά τη διάρκεια της άμυνας για να είναι αναλογική δεν πρέπει να είναι υπερβολικά εκτεταμένη αναφορικά με τον αυτοσκοπό της άμυνας, δηλαδή την προσπάθεια του αμυνόμενου να τερματίσει μια σε βάρος του, κατά τα άνω, υπαρκτή ή επικείμενη, επίθεση. Ως προς δε το κρίσιμο απαραίτητο μέτρο της έντασης της νόμιμης άμυνας, για να συμβαδίζει αυτό με την κρατούσα νόρμα του διεθνούς δικαίου, θα πρέπει οι φυσικές και οικονομικές συνέπειες της άμυνας να μην είναι υπέρτερες από τις αναμενόμενες φυσικές και οικονομικές συνέπειες που βάσιμα υπολογίζονται για την διενεργούμενη ή την επικείμενη επίθεση.
To επίπεδο της χρήσης ένοπλης βίας στην αυτοάμυνα δεν πρέπει να εκφεύγει του σκοπού της αυτοάμυνας και η ένοπλη βία τερματίζεται όταν ο σκοπός αυτός επιτευχθεί. Η ένοπλη βία της αυτοάμυνας σε κάθε περίπτωση δεν είναι ανταποδοτική, διότι τότε η αυτοάμυνα μετατρέπεται σε αντεπίθεση του αμυνόμενου κατά του αρχικώς επιτεθέντος.
Το δικαίωμα της αυτοάμυνας πάντως ενεργοποιείται και κατά μη κρατικών δρώντων, συνεπώς και κατά τρομοκρατικών οργανώσεων. Σε αυτό το σενάριο, η επίθεση θα πρέπει να είναι ευρείας κλίμακας (large scale) και όχι απλώς ένα ήσσονων συνεπειών ‘‘τρομοκρατικό χτύπημα’’. Οποιοδήποτε μέτρο αυτοάμυνας ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών πρέπει να αναφέρεται αμέσως στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού, όπου λαμβάνεται απόφαση και επί του ενδεχομένου συλλογικής στρατιωτικής δράσης κατά του επιτεθέντος.
To σίγουρο όμως είναι ότι κάθε στρατιωτική δράση, ακόμη και στο πλαίσιο της αυτοάμυνας, είναι δεδομένο ότι πρέπει να σέβεται και δη αυστηρά το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο (International Humanitarian Law -IHL) που ορίζει τα όρια της συμπεριφοράς των εμπλεκομένων μερών κατά τη διεξαγωγή εχθροπραξιών.
Βασική αρχή, λοιπόν, του IHL είναι ότι τα προστατευόμενα πρόσωπα, δηλαδή οι άμαχοι πολίτες, πρέπει να τίθενται εκτός των ένοπλων συγκρούσεων (κατά την ορολογία του διεθνούς δικαίου ‘‘hors de combat’’) και των συνεπειών τους. Αυτός δε είναι και ο αξιακός πυρήνας της λεγόμενης ‘‘αρχής της διάκρισης’’ (principle of distinction) κατά την οποία η ένοπλη είτε επίθεση είτε άμυνα αφορά μόνο και αποκλειστικά ένοπλους και όχι τους άμαχους φυσικά. Υπό τη λογική αυτή άλλωστε, εκπηγάζει και η κορωνίδα των αρχών του ανθρωπιστικού δικαίου κατά την διεξαγωγή εχθροπραξιών ανάμεσα σε αντιμαχόμενα μέρη που δεν είναι άλλη από την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας (principle of necessity and proportionality). O επιτιθέμενος οφείλει να ενασκήσει ένοπλη βία στο αναγκαίο μέτρο και κατά τέτοιο τρόπο που να αποσκοπεί στην πραγμάτωση του επιχειρησιακού του σκοπού που οδηγεί στην ήττα του εχθρού του, χωρίς όμως να δικαιολογούνται από τις επιθέσεις σε ‘‘πολεμικούς στόχους’’ (military objects) οι απώλειες ανθρώπων που δεν φέρουν όπλα και δεν προτίθενται να αφαιρέσουν ζωές.
Ευνόητο είναι ότι υπό το IHL είναι απολύτως σεβαστές οι ιατρικές πράξεις σε τραυματίες και δεν επιτρέπεται καμία βία ή συμπεριφορά ανθρώπινου εξευτελισμού στον άμαχο πληθυσμό, κυρίως σε γυναίκες και παιδιά, παρά μόνο επιθέσεις σε προκαθορισμένους ‘‘νόμιμους στρατιωτικούς στόχους’’ (legitimate military targets).
Yπό αυτήν την έννοια, ο πληθυσμός που δεν πολεμά δεν νοείται να στερείται τα απολύτως στοιχειώδη μέσα επιβίωσης ακόμη και μέσα σε ένα εμπόλεμο περιβάλλον. Εν τέλει, σύμφωνα με το άρθρο 18 της 4ης Σύμβασης της Γενεύης του 1949 για την προστασία των πολιτών σε εμπόλεμη περίοδο και ζώνη, τα νοσοκομεία που παρέχουν περίθαλψη σε τραυματίες και ασθενείς, ανάπηρους και έγκυες γυναίκες, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να γίνονται στόχοι επίθεσης αλλά πρέπει να απολαμβάνουν τον σεβασμό και την προστασία των αντιμαχόμενων πλευρών (Civilian hospitals organized to give care to the wounded and sick, the infirm and maternity cases, may in no circumstances be the object of attack, but shall at all times be respected and protected by the Parties to the conflict).
Δεν χρειάζονται, λοιπόν, παραπάνω επεξηγηματικές αναφορές για να αξιολογηθεί το πρώτο άνω κρίσιμο ερώτημα. Το Ισραήλ δεν μπορεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο να συνεχίσει να επικαλείται το δικαίωμα αυτοάμυνάς του καθότι είναι συνθλιπτικά αντεπιτιθέμενο εδώ και καιρό, η δε εν γένει συμπεριφορά του (αποκλεισμός της Γάζας, μη πρόσβαση των κατοίκων σε τρόφιμα, νερό, ρεύμα, επιθέσεις σε νοσοκομεία και τελικά, κατά τα άνω, 20.000 νεκροί από τους Παλαιστινίους που δεν είναι όλοι βεβαίως ‘‘μαχητές’’ της Hamas) ελέγχεται ως μη συνάδουσα γενικώς και κατά κόρον με το διεθνές δίκαιο.
Κατά δεύτερον, όμως, επειδή το διεθνές δίκαιο πολλοί σήμερα το ‘‘προσπερνούν’’ ή το ‘‘μεταφράζουν’’ κατά το δοκούν, σημασία στον παρόντα χρόνο έχουν η παγκόσμια απήχηση και τα γεωπολιτικά επιφαινόμενα των γεγονότων της Γάζας. Ποιος και τι μέχρι τώρα έχει καταφέρει να πετύχει;
Στο διάβα των 80 και πλέον ημερών που πέρασαν από την 7η Οκτωβρίου, λοιπόν, είναι παρατηρητέα, τουλάχιστον στο επίπεδο του επιφανειακού ‘‘φαίνεσθαι’’, τα εξής αξιομνημόνευτα: ‘‘Δηλητηριάστηκε’’ η σχέση του Ισραήλ με τα αραβικά έθνη, οι συμφωνίες του Αβραάμ, πολλοί λένε, θα τοποθετηθούν στο ‘‘σκευοφυλάκιο’’ της Ιστορίας, επήλθε διαμπερές σχίσμα στην επίπλαστη νηνεμία της διαπολιτισμικής θρησκευτικότητας της Μέσης Ανατολής, ξεκίνησε, από ένα χρονικό σημείο και μετά και υπό ορισμένα ιδεολογικό-πολιτικά ‘‘στρώματα’’, η αμφισβήτηση του Ισραήλ σε μέρος των κοινωνιών του Δυτικού Κόσμου και η συνεπαγόμενη απομείωση του ηθικού πλεονεκτήματος που αρχικά διέθετε από τη σφαγή της Hamas εντός των εδαφών του.
Δεν χρειάζονται, λοιπόν, παραπάνω επεξηγηματικές αναφορές για να αξιολογηθεί το πρώτο άνω κρίσιμο ερώτημα. Το Ισραήλ δεν μπορεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο να συνεχίσει να επικαλείται το δικαίωμα αυτοάμυνάς του καθότι είναι συνθλιπτικά αντεπιτιθέμενο εδώ και καιρό, η δε εν γένει συμπεριφορά του (αποκλεισμός της Γάζας, μη πρόσβαση των κατοίκων σε τρόφιμα, νερό, ρεύμα, επιθέσεις σε νοσοκομεία και τελικά, κατά τα άνω, 20.000 νεκροί από τους Παλαιστινίους που δεν είναι όλοι βεβαίως ‘‘μαχητές’’ της Hamas) ελέγχεται ως μη συνάδουσα γενικώς και κατά κόρον με το διεθνές δίκαιο.
Κατά δεύτερον, όμως, επειδή το διεθνές δίκαιο πολλοί σήμερα το ‘‘προσπερνούν’’ ή το ‘‘μεταφράζουν’’ κατά το δοκούν, σημασία στον παρόντα χρόνο έχουν η παγκόσμια απήχηση και τα γεωπολιτικά επιφαινόμενα των γεγονότων της Γάζας. Ποιος και τι μέχρι τώρα έχει καταφέρει να πετύχει;
Στο διάβα των 80 και πλέον ημερών που πέρασαν από την 7η Οκτωβρίου, λοιπόν, είναι παρατηρητέα, τουλάχιστον στο επίπεδο του επιφανειακού ‘‘φαίνεσθαι’’, τα εξής αξιομνημόνευτα: ‘‘Δηλητηριάστηκε’’ η σχέση του Ισραήλ με τα αραβικά έθνη, οι συμφωνίες του Αβραάμ, πολλοί λένε, θα τοποθετηθούν στο ‘‘σκευοφυλάκιο’’ της Ιστορίας, επήλθε διαμπερές σχίσμα στην επίπλαστη νηνεμία της διαπολιτισμικής θρησκευτικότητας της Μέσης Ανατολής, ξεκίνησε, από ένα χρονικό σημείο και μετά και υπό ορισμένα ιδεολογικό-πολιτικά ‘‘στρώματα’’, η αμφισβήτηση του Ισραήλ σε μέρος των κοινωνιών του Δυτικού Κόσμου και η συνεπαγόμενη απομείωση του ηθικού πλεονεκτήματος που αρχικά διέθετε από τη σφαγή της Hamas εντός των εδαφών του.
Στον δε αντίποδα, η Hamas φαίνεται να αναδεικνύεται στα μάτια των ίδιων των Παλαιστινίων, ως η μόνη υπολογίσιμη δύναμη αντίστασης απέναντι στο Ισραήλ και συνεπαγωγικά δύναμη προάσπισης των δικαιωμάτων τους, κυρίως δε ως φορέας επιδίωξης (έστω) του εθνικού στόχου, δηλαδή της δημιουργίας ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Το ‘‘βάθεμα’’ του χρόνου, λοιπόν, φαίνεται να κρατά το Ισραήλ τελματωμένο στη Γάζα και με μια κοινωνία αρραγή μεν ως προς την εθνικοφροσύνη και το όραμά της αλλά όλο και πιο δύσπιστη απέναντι στον Νετανιάχου και τους χειρισμούς του. Το πιο δυσάρεστο όμως ‘‘απότοκο’’ της αιματηρής διένεξης είναι η φλόγα αντεκδίκησης που ήδη ‘‘άναψε’’ στις καρδιές των Παλαιστινίων.
Το ‘‘βάθεμα’’ του χρόνου, λοιπόν, φαίνεται να κρατά το Ισραήλ τελματωμένο στη Γάζα και με μια κοινωνία αρραγή μεν ως προς την εθνικοφροσύνη και το όραμά της αλλά όλο και πιο δύσπιστη απέναντι στον Νετανιάχου και τους χειρισμούς του. Το πιο δυσάρεστο όμως ‘‘απότοκο’’ της αιματηρής διένεξης είναι η φλόγα αντεκδίκησης που ήδη ‘‘άναψε’’ στις καρδιές των Παλαιστινίων.
Ακόμη και αν οι Ισραηλινοί πετύχουν στο απόλυτο στον διακεκηρυγμένο στόχο τους και δεν μείνει έτσι από τη Hamas ούτε….ένας, από όσους αμάχους έχασαν στενούς, εξ’ αίματος συγγενείς τους, πιθανόν θα ‘‘ξεπηδήσουν’’ νέοι θύλακες οργισμένων και ορκισμένων ‘‘τρομοκρατών’’. Από την άλλη όμως, απολύτως αυτονόητο είναι ότι ούτε το Ισραήλ πρόκειται να ξεχάσει τους δικούς του νεκρούς. Τα στρατηγικά αδιέξοδα στη Γάζα μοιάζουν να έχουν στερεωθεί καλά και κανείς δεν ξέρει αν και πώς απαλείφονται. Το 2024, ούτως ή άλλως, θα φέρει εξελίξεις που θα είναι ιστορικές…
Κατερίνη, 28/12/2023
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science
Κατερίνη, 28/12/2023
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
LLM IN INTERNATIONAL COMMERCIAL LAW
LLM IN EUROPEAN LAW
Cer. LSE in Business, International
Relations and the political science
Σχόλια