Ο Αντώνιος γεννήθηκε γύρω στο 250 στην πόλη Κομά της Άνω Αιγύπτου, από γονείς εύπορους και ευλαβείς. Έζησε στα χρόνια ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως ο Διοκλητιανός (284-305), ο Μαξιμιανός (285-305) και ο Μέγας Κωνσταντίνος. Από την παιδική του ηλικία ήταν ολιγαρκής και αυτάρκης κι έδειξε ενδιαφέρον για τη λατρευτική ζωή της εκκλησίας.
Σε ηλικία 20 ετών έχασε και τους δύο γονείς του. Έξι μήνες αργότερα μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, υπακούοντας στην ευαγγελική περικοπή του πλούσιου νεανίσκου, και αποσύρθηκε σε σπήλαιο της ερήμου, όπου έζησε ασκητικό βίο για 25 συναπτά έτη. Η φήμη του διαδόθηκε σύντομα στις τοπικές εκκλησίες, πολλοί δε χριστιανοί κατέφευγαν στην ίδια περιοχή για να ασκητεύσουν και να ακούσουν τη διδασκαλία του.
Το έτος 311, κατά το διωγμό του αυτοκράτορα Μαξιμίνου (307-313), κατήλθε στην Αλεξάνδρεια, για να ενθαρρύνει και να βοηθήσει τους πιστούς της τοπικής εκκλησίας. Όταν έπαυσε ο διωγμός, ο Αντώνιος επανήλθε στην έρημο. Αισθανόταν, όμως, ενοχλημένος από την παρουσία πολλών πιστών που πήγαιναν να τον συναντήσουν κι έτσι αναζήτησε ένα νέο καταφύγιο στο όρος Κολξίμ της Ερυθράς Θάλασσας. Κι εκεί, όμως, προσέρχονταν πολλοί χριστιανοί για να λάβουν την ευλογία του και να θεραπευτούν. Η φήμη του έφθασε μέχρι και τα υψηλά κλιμάκια της αυτοκρατορίας. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και γιοι του, Κωνστάντιος και Κώνστας, είχαν τακτική αλληλογραφία μαζί του και τον συμβουλεύονταν για διάφορα θέματα.
Κατά τη διάρκεια του ασκητικού βίου του δεν άλλαξε ποτέ ένδυμα, ούτε έπλυνε το σώμα ή τα πόδια του με νερό. Δίδασκε τους μαθητές του να μη θεωρούν τίποτε ανώτερο από την αγάπη του Χριστού και να μη νομίζουν ότι επειδή απέχουν από τα κοσμικά αγαθά, στερούνται κάτι αξιόλογο. Το να αφήνει κανείς τα επίγεια αγαθά, έλεγε, είναι σαν να καταφρονεί μία δραχμή από χαλκό, για να κερδίσει εκατό χρυσές.
Τόνιζε ότι δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι πρόσκαιρος συγκρινόμενος προς την αιώνια ζωή και ότι δεν πρέπει να κοπιάζουμε για την απόκτηση πρόσκαιρων αγαθών, τα οποία δεν μπορούμε να πάρουμε μαζί μας, αλλά για την απόκτηση αιώνιων αγαθών, δηλαδή της φρόνησης, της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, της ανδρείας, της συνέσεως και της αγάπης.
Ο Άγιος Αντώνιος, ο επονομασθείς από την εκκλησία Μέγας, κοιμήθηκε το 356 σε ηλικία 105 ετών, έχοντας απόλυτη σωματική και πνευματική υγεία. Λίγο πριν από την αποδημία του χάρισε στους δύο πιο διαπρεπείς μαθητές του, τον Σεραπίωνα και τον Μέγα Αθανάσιο, τα μοναδικά του περιουσιακά στοιχεία, ένα χιτώνιο και δύο μηλωτές (προβιές). Σύμφωνα με την επιθυμία του, ο τόπος της ταφής του παρέμεινε μυστικός. Αργότερα, τα λείψανά του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια επί Ιουστινιανού (561) και από εκεί το 635 στην Κωνσταντινούπολη. Τον 11ο αιώνα τα παρέλαβε ένα γάλλος ευγενής, ονόματι Ζοσλέν, ο οποίος τα εναπόθεσε στο Αββαείο του Αγίου Αντωνίου, στην ομώνυμη πόλη της Ν.Α. Γαλλίας (Saint-Antoine-l'Abbaye), όπου βρίσκονται σήμερα.
Οι κάτοικοι της Βέροιας τιμούν τον άγιο ως ιατρό των ψυχοπαθών, των «δαιμονισμένων», οι οποίοι πρέπει να έχουν νηστέψει επί σαράντα ημέρες και να έχουν προσδεθεί, αφιερωματικά και τελετουργικά, στο ναό του αγίου.
Η εορτή του Αγίου Αντωνίου θεωρείται το κέντρο του χειμώνα, άρα είναι και ημέρα βαρυχειμωνιάς.
Είναι όμως και ορόσημο για το επερχόμενο καρναβάλι, γι' αυτό και η προτροπή του λαού: «Απ' τ' αγι-Αντωνιού και πέρα / δώσ' του φουστανιού σ' αέρα».
Στη Δυτική παράδοση, ο Άγιος Αντώνιος είναι προστάτης των πασχόντων από δερματοπάθειες, των νεκροθαφτών, των καλαθοπλεκτών και των ψηκτροποιών.
Ο Αγ. Αντώνιος είδε τους δρόμους της ψυχής
Ο Άγιος Αντώνιος, ο επονομασθείς από την εκκλησία Μέγας, κοιμήθηκε το 356 σε ηλικία 105 ετών, έχοντας απόλυτη σωματική και πνευματική υγεία. Λίγο πριν από την αποδημία του χάρισε στους δύο πιο διαπρεπείς μαθητές του, τον Σεραπίωνα και τον Μέγα Αθανάσιο, τα μοναδικά του περιουσιακά στοιχεία, ένα χιτώνιο και δύο μηλωτές (προβιές). Σύμφωνα με την επιθυμία του, ο τόπος της ταφής του παρέμεινε μυστικός. Αργότερα, τα λείψανά του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στην Αλεξάνδρεια επί Ιουστινιανού (561) και από εκεί το 635 στην Κωνσταντινούπολη. Τον 11ο αιώνα τα παρέλαβε ένα γάλλος ευγενής, ονόματι Ζοσλέν, ο οποίος τα εναπόθεσε στο Αββαείο του Αγίου Αντωνίου, στην ομώνυμη πόλη της Ν.Α. Γαλλίας (Saint-Antoine-l'Abbaye), όπου βρίσκονται σήμερα.
Απολυτίκιο
Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος,
τω Βαπτιστή ευθείαις ταις τρίβοις επόμενος,
Πάτερ Αντώνιε, της ερήμου γέγονας οικιστής,
και την οικουμένην εστήριξας ευχαίς σου.
Διό πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ,
σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος,
τω Βαπτιστή ευθείαις ταις τρίβοις επόμενος,
Πάτερ Αντώνιε, της ερήμου γέγονας οικιστής,
και την οικουμένην εστήριξας ευχαίς σου.
Διό πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ,
σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Λαογραφία
Στη λαϊκή παράδοση υπάρχει η δοξασία ότι ο Άγιος Αντώνιος τιμωρεί όσους εργάζονται την ημέρα της μνήμης του.
Οι κάτοικοι της Βέροιας τιμούν τον άγιο ως ιατρό των ψυχοπαθών, των «δαιμονισμένων», οι οποίοι πρέπει να έχουν νηστέψει επί σαράντα ημέρες και να έχουν προσδεθεί, αφιερωματικά και τελετουργικά, στο ναό του αγίου.
Η εορτή του Αγίου Αντωνίου θεωρείται το κέντρο του χειμώνα, άρα είναι και ημέρα βαρυχειμωνιάς.
Λόγω της κακοκαιρίας που συνήθως επικρατεί κατά την ημέρα αυτή και του ψύχους, υπάρχει η κατάρα: «Κακή ριπή τ' αγι-Αντωνιού να σε βρει».
Είναι όμως και ορόσημο για το επερχόμενο καρναβάλι, γι' αυτό και η προτροπή του λαού: «Απ' τ' αγι-Αντωνιού και πέρα / δώσ' του φουστανιού σ' αέρα».
Στη Δυτική παράδοση, ο Άγιος Αντώνιος είναι προστάτης των πασχόντων από δερματοπάθειες, των νεκροθαφτών, των καλαθοπλεκτών και των ψηκτροποιών.
Ο Αγ. Αντώνιος είδε τους δρόμους της ψυχής
Από το βίο του Αγίου Αντωνίου
Κάποια μέρα, στις τρεις το απόγευμα, ο άγιος Αντώνιος ετοιμαζόταν να φάει. Καθώς σηκώθηκε να προσευχηθεί, ένιωσε τον εαυτό του ν’ αρπάζεται νοερά και το περίεργο είναι ότι, ενώ στεκόταν, έβλεπε την ψυχή του σαν να έχει βγει από το σώμα και να οδηγείται από κάποιους στον αέρα.
Έπειτα έβλεπε άλλους, φοβερούς και μοχθηρούς, να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να εμποδίσουν τη διάβασή του.
Εκείνοι όμως πού τον οδηγούσαν, αντιδικούσαν μ’ αυτούς πού ζητούσαν λόγο, μήπως ήταν υπεύθυνη απέναντί τους η ψυχή του για κάτι. Και ενώ ήθελαν να κάνουν έλεγχο της ζωής του από τον καιρό πού γεννήθηκε, οι οδηγοί του αγίου Αντώνιου τους εμπόδιζαν, λέγοντας: Ο Κύριος του έσβησε όλες τις αμαρτίες από τη γέννησή του.
Μπορείτε να λογαριάσετε μόνο όσα έπραξε αφότου έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στό Θεό.
Τότε, επειδή τον κατηγορούσαν χωρίς να μπορούν ν’ αποδείξουν τις κατηγορίες, ο δρόμος του έγινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος και αμέσως είδε την ψυχή του να επιστρέφει κι ένιωσε να συνέρχεται και να γίνεται πάλι ο Αντώνιος, όπως ήταν πρώτα.
Ξέχασε τότε να φάει και πέρασε την υπόλοιπη μέρα κι όλη τη νύχτα, με στεναγμούς και προσευχές. Έμενε εκστατικός, καθώς αναλογιζόταν με πόσους έχουμε να παλέψουμε και με τι κόπους πρέπει κανείς να περάσει την εναέρια διάβαση (ώσπου να φτάσει στον ουρανό) και σκεφτόταν ότι αυτό εννοούσε ο απόστολος Παύλος όταν έλεγε, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος» (Έφ. 2:2). Γιατί η εξουσία του εχθρού αυτή είναι να πολεμάει και να προσπαθεί να εμποδίσει όσους περνούν από τον εναέριο αυτό δρόμο.
Συμβούλευε λοιπόν συνεχώς: “Φορέστε την πανοπλία του Θεού, για να μπορέσετε ν’ αντισταθείτε την πονηρή μέρα, ώστε να καταντροπιαστεί ο εχθρός, αφού δεν θα έχει να πει κανένα κακό εναντίον μας” (Έφ. 6:13. τι τ. 2:8).
Κάποτε άλλοτε, συζήτησε με μερικούς επισκέπτες για την πορεία της ψυχής και για τον τόπο πού της έχει ετοιμαστεί μετά τη ζωή αυτή.
Την ίδια νύχτα κάποιος τον προσκάλεσε, από ψηλά, και του είπε:
- Σήκω, Αντώνιε. Βγές έξω και δες.
Σαν βγήκε λοιπόν έξω – γιατί γνώριζε σε ποίους πρέπει να υπακούει – και σήκωσε το βλέμμα του, είδε κάποιον ψηλό, απαίσιο και φοβερό, να στέκεται όρθιος, να φτάνει μέχρι τα σύννεφα και καθώς κάποιοι ανέβαιναν, λες και είχαν φτερά, εκείνος άπλωνε τα χέρια του και τους εμπόδιζε να περάσουν. Μερικοί όμως -με το πέταγμά τους- τον ξεπερνούσαν και ανέβαιναν ανενόχλητοι.
Γι’ αυτούς λοιπόν έτριζε τα δόντια του εκείνος ο ψηλός, ενώ χαιρόταν για όσους γκρεμίζονταν και αμέσως ακούστηκε μία φωνή να λέει στον Αντώνιο:
- Προσπάθησε να καταλάβεις αυτό πού βλέπεις.
Φωτίστηκε τότε ο νους του και κατάλαβε ότι το δράμα ήταν το πέρασμα των ψυχών στον ουρανό και ότι ο ψηλός εκείνος πού στεκόταν ήταν ο διάβολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Αυτός κρατούσε και εμπόδιζε να περάσουν όσους ήταν δούλοι του, ενώ όσους δεν τον ακολούθησαν σ’ αυτή τη ζωή δεν μπορούσε να τούς πιάσει, γιατί περνούσαν ψηλότερα απ’ αυτόν.
sansimera.gr
http://www.pentapostagma.gr
Σχόλια